αναφομοίωτος

αναφομοίωτος
-η, -ο
1. εκείνος που δεν αφομοιώθηκε ή που δεν είναι δυνατόν να αφομοιωθεί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αναφομοίωτος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν αφομοιώθηκε ή δεν μπορεί να αφομοιωθεί: Τα περισσότερα απ αυτά που διάβαζε έμεναν αναφομοίωτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”